κατεδαφίζομαι

κατεδαφίζομαι
κατεδαφίζομαι, κατεδαφίστηκα, κατεδαφισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιθολογώ — λιθολογῶ, έω (Α) [λιθολόγος] 1. κτίζω με δομικούς λίθους 2. σχηματίζω σωρό λίθων 3. παθ. λιθολογοῡμαι, έομαι κατεδαφίζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”